Jump to content

κατακόμβη

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

κατακόμβη (katakómvif (plural κατακόμβες)

  1. catacomb

Declension

[edit]
singular plural
nominative κατακόμβη (katakómvi) κατακόμβες (katakómves)
genitive κατακόμβης (katakómvis) κατακομβών (katakomvón)
accusative κατακόμβη (katakómvi) κατακόμβες (katakómves)
vocative κατακόμβη (katakómvi) κατακόμβες (katakómves)