κατακτητής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from κατακτώ (kataktó) + -τής (-tís).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]κατακτητής • (kataktitís) m (plural κατακτητές, feminine κατακτήτρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατακτητής (kataktitís) | κατακτητές (kataktités) |
genitive | κατακτητή (kataktití) | κατακτητών (kataktitón) |
accusative | κατακτητή (kataktití) | κατακτητές (kataktités) |
vocative | κατακτητή (kataktití) | κατακτητές (kataktités) |
Derived terms
[edit]- καρδιοκατακτητής m (kardiokataktitís)
Related terms
[edit]References
[edit]- ^ κατακτητής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language