κατάκτηση

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

κατάκτηση (katáktisif (plural κατακτήσεις)

  1. conquest

Declension

[edit]
singular plural
nominative κατάκτηση (katáktisi) κατακτήσεις (kataktíseis)
genitive κατάκτησης (katáktisis) κατακτήσεων (kataktíseon)
accusative κατάκτηση (katáktisi) κατακτήσεις (kataktíseis)
vocative κατάκτηση (katáktisi) κατακτήσεις (kataktíseis)

Older or formal genitive singular: κατακτήσεως (kataktíseos)

References

[edit]