κατάκτηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]κατάκτηση • (katáktisi) f (plural κατακτήσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κατάκτηση (katáktisi) | κατακτήσεις (kataktíseis) |
genitive | κατάκτησης (katáktisis) | κατακτήσεων (kataktíseon) |
accusative | κατάκτηση (katáktisi) | κατακτήσεις (kataktíseis) |
vocative | κατάκτηση (katáktisi) | κατακτήσεις (kataktíseis) |
Older or formal genitive singular: κατακτήσεως (kataktíseos)
References
[edit]- κατάκτηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language