καταδρομή
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]καταδρομή • (katadromí) f (plural καταδρομές)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καταδρομή (katadromí) | καταδρομές (katadromés) |
genitive | καταδρομής (katadromís) | καταδρομών (katadromón) |
accusative | καταδρομή (katadromí) | καταδρομές (katadromés) |
vocative | καταδρομή (katadromí) | καταδρομές (katadromés) |
Related terms
[edit]- καταδρομέας m (katadroméas, “commando”)
- δύναμη καταδρομών f (dýnami katadromón, “commando force”)