Jump to content

καταδρομή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

καταδρομή (katadromíf (plural καταδρομές)

  1. surprise raid (by elite force - commandos, SAS, etc)

Declension

[edit]
Declension of καταδρομή
singular plural
nominative καταδρομή (katadromí) καταδρομές (katadromés)
genitive καταδρομής (katadromís) καταδρομών (katadromón)
accusative καταδρομή (katadromí) καταδρομές (katadromés)
vocative καταδρομή (katadromí) καταδρομές (katadromés)
[edit]