Jump to content

καταγάλανος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

κατα- (kata-, intense) +‎ γαλανός (galanós, blue)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ka.taˈɣa.la.nos/
  • Hyphenation: κα‧τα‧γά‧λα‧νος

Adjective

[edit]

καταγάλανος (katagálanosm (feminine καταγάλανη, neuter καταγάλανο)

  1. (intensive adjective, adjective for color/colour) all blue (intensified form for) γαλανός (galanós)
  2. intensely blue

Declension

[edit]
Declension of καταγάλανος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καταγάλανος (katagálanos) καταγάλανη (katagálani) καταγάλανο (katagálano) καταγάλανοι (katagálanoi) καταγάλανες (katagálanes) καταγάλανα (katagálana)
genitive καταγάλανου (katagálanou) καταγάλανης (katagálanis) καταγάλανου (katagálanou) καταγάλανων (katagálanon) καταγάλανων (katagálanon) καταγάλανων (katagálanon)
accusative καταγάλανο (katagálano) καταγάλανη (katagálani) καταγάλανο (katagálano) καταγάλανους (katagálanous) καταγάλανες (katagálanes) καταγάλανα (katagálana)
vocative καταγάλανε (katagálane) καταγάλανη (katagálani) καταγάλανο (katagálano) καταγάλανοι (katagálanoi) καταγάλανες (katagálanes) καταγάλανα (katagálana)

Coordinate terms

[edit]