Jump to content

καριόλης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

καριόλα (karióla, bitch, whore) +‎ -ης (-is, male ending)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /kaˈɾʝolis/
  • Hyphenation: κα‧ριό‧λης

Noun

[edit]

καριόλης (kariólism (plural καριόληδες, feminine καριόλα)

  1. (colloquial, offensive) asshole, bastard, fucker, douche, wanker (general term of abuse for a man)
    Αν ξανάρθει ποτέ εδώ αυτός ο καριόλης, θα τον πετάξω έξω με τις κλωτσιές!
    An xanárthei poté edó aftós o kariólis, tha ton petáxo éxo me tis klotsiés!
    If that asshole ever comes here again, I'll kick him out!

Declension

[edit]
singular plural
nominative καριόλης (kariólis) καριόληδες (kariólides)
genitive καριόλη (karióli) καριόληδων (kariólidon)
accusative καριόλη (karióli) καριόληδες (kariólides)
vocative καριόλη (karióli) καριόληδες (kariólides)

Synonyms

[edit]