καριόλης
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]καριόλα (karióla, “bitch, whore”) + -ης (-is, “male ending”)
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]καριόλης • (kariólis) m (plural καριόληδες, feminine καριόλα)
- (colloquial, offensive) asshole, bastard, fucker, douche, wanker (general term of abuse for a man)
- Αν ξανάρθει ποτέ εδώ αυτός ο καριόλης, θα τον πετάξω έξω με τις κλωτσιές!
- An xanárthei poté edó aftós o kariólis, tha ton petáxo éxo me tis klotsiés!
- If that asshole ever comes here again, I'll kick him out!
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καριόλης (kariólis) | καριόληδες (kariólides) |
genitive | καριόλη (karióli) | καριόληδων (kariólidon) |
accusative | καριόλη (karióli) | καριόληδες (kariólides) |
vocative | καριόλη (karióli) | καριόληδες (kariólides) |