Jump to content

γαμιόλης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From γαμώ (gamó, to fuck), following the model of the equally abusive καριόλης (kariólis, fucker, asshole).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ɣaˈmɲolis/
  • Hyphenation: γα‧μιό‧λης

Noun

[edit]

γαμιόλης (gamiólism (plural γαμιόληδες, feminine γαμιόλα)

  1. (colloquial, offensive) fucker, asshole, dickhead (generic term of abuse for a man)
    Πες του να πάει να γαμηθεί, τον γαμιόλη!
    Pes tou na páei na gamitheí, ton gamióli!
    Tell him to fuck off, the fucker!

Declension

[edit]
Declension of γαμιόλης
singular plural
nominative γαμιόλης (gamiólis) γαμιόληδες (gamiólides)
genitive γαμιόλη (gamióli) γαμιόληδων (gamiólidon)
accusative γαμιόλη (gamióli) γαμιόληδες (gamiólides)
vocative γαμιόλη (gamióli) γαμιόληδες (gamiólides)
[edit]