Jump to content

καραφλός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Metathesized form of φαλακρός (falakrós).

Adjective

[edit]

καραφλός (karaflósm (feminine καραφλή, neuter καραφλό)

  1. Alternative form of φαλακρός (falakrós)

Declension

[edit]
Declension of καραφλός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καραφλός (karaflós) καραφλή (karaflí) καραφλό (karafló) καραφλοί (karafloí) καραφλές (karaflés) καραφλά (karaflá)
genitive καραφλού (karafloú) καραφλής (karaflís) καραφλού (karafloú) καραφλών (karaflón) καραφλών (karaflón) καραφλών (karaflón)
accusative καραφλό (karafló) καραφλή (karaflí) καραφλό (karafló) καραφλούς (karafloús) καραφλές (karaflés) καραφλά (karaflá)
vocative καραφλέ (karaflé) καραφλή (karaflí) καραφλό (karafló) καραφλοί (karafloí) καραφλές (karaflés) καραφλά (karaflá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καραφλός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καραφλός, etc.)

Derived terms

[edit]

Further reading

[edit]