καπνοδοχοκαθαριστής
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]καπνοδόχος (kapnodóchos, “chimney”) + καθαριστής (katharistís, “cleaner”)
Noun
[edit]καπνοδοχοκαθαριστής • (kapnodochokatharistís) m
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καπνοδοχοκαθαριστής (kapnodochokatharistís) | καπνοδοχοκαθαριστές (kapnodochokatharistés) |
genitive | καπνοδοχοκαθαριστή (kapnodochokatharistí) | καπνοδοχοκαθαριστών (kapnodochokatharistón) |
accusative | καπνοδοχοκαθαριστή (kapnodochokatharistí) | καπνοδοχοκαθαριστές (kapnodochokatharistés) |
vocative | καπνοδοχοκαθαριστή (kapnodochokatharistí) | καπνοδοχοκαθαριστές (kapnodochokatharistés) |