Jump to content

καπνοδοχοκαθαριστής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

καπνοδόχος (kapnodóchos, chimney) +‎ καθαριστής (katharistís, cleaner)

Noun

[edit]

καπνοδοχοκαθαριστής (kapnodochokatharistísm

  1. chimney sweep

Declension

[edit]
Declension of καπνοδοχοκαθαριστής
singular plural
nominative καπνοδοχοκαθαριστής (kapnodochokatharistís) καπνοδοχοκαθαριστές (kapnodochokatharistés)
genitive καπνοδοχοκαθαριστή (kapnodochokatharistí) καπνοδοχοκαθαριστών (kapnodochokatharistón)
accusative καπνοδοχοκαθαριστή (kapnodochokatharistí) καπνοδοχοκαθαριστές (kapnodochokatharistés)
vocative καπνοδοχοκαθαριστή (kapnodochokatharistí) καπνοδοχοκαθαριστές (kapnodochokatharistés)