Jump to content

καπιταλίστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

καπιταλίστρια (kapitalístriaf (plural καπιταλίστριες, masculine καπιταλιστής)

  1. (economics) capitalist

Declension

[edit]
Declension of καπιταλίστρια
singular plural
nominative καπιταλίστρια (kapitalístria) καπιταλίστριες (kapitalístries)
genitive καπιταλίστριας (kapitalístrias) καπιταλιστριών (kapitalistrión)
accusative καπιταλίστρια (kapitalístria) καπιταλίστριες (kapitalístries)
vocative καπιταλίστρια (kapitalístria) καπιταλίστριες (kapitalístries)

Synonyms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]