Jump to content

κανιβαλικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

κανιβαλικός (kanivalikósm (feminine κανιβαλική, neuter κανιβαλικό)

  1. cannibalistic

Declension

[edit]
Declension of κανιβαλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κανιβαλικός (kanivalikós) κανιβαλική (kanivalikí) κανιβαλικό (kanivalikó) κανιβαλικοί (kanivalikoí) κανιβαλικές (kanivalikés) κανιβαλικά (kanivaliká)
genitive κανιβαλικού (kanivalikoú) κανιβαλικής (kanivalikís) κανιβαλικού (kanivalikoú) κανιβαλικών (kanivalikón) κανιβαλικών (kanivalikón) κανιβαλικών (kanivalikón)
accusative κανιβαλικό (kanivalikó) κανιβαλική (kanivalikí) κανιβαλικό (kanivalikó) κανιβαλικούς (kanivalikoús) κανιβαλικές (kanivalikés) κανιβαλικά (kanivaliká)
vocative κανιβαλικέ (kanivaliké) κανιβαλική (kanivalikí) κανιβαλικό (kanivalikó) κανιβαλικοί (kanivalikoí) κανιβαλικές (kanivalikés) κανιβαλικά (kanivaliká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κανιβαλικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κανιβαλικός, etc.)

[edit]