Jump to content

καναδικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

καναδικός (kanadikósm (feminine καναδική, neuter καναδικό)

  1. Canadian

Declension

[edit]
Declension of καναδικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καναδικός (kanadikós) καναδική (kanadikí) καναδικό (kanadikó) καναδικοί (kanadikoí) καναδικές (kanadikés) καναδικά (kanadiká)
genitive καναδικού (kanadikoú) καναδικής (kanadikís) καναδικού (kanadikoú) καναδικών (kanadikón) καναδικών (kanadikón) καναδικών (kanadikón)
accusative καναδικό (kanadikó) καναδική (kanadikí) καναδικό (kanadikó) καναδικούς (kanadikoús) καναδικές (kanadikés) καναδικά (kanadiká)
vocative καναδικέ (kanadiké) καναδική (kanadikí) καναδικό (kanadikó) καναδικοί (kanadikoí) καναδικές (kanadikés) καναδικά (kanadiká)
[edit]