Jump to content

καμπυλωτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from καμπύλ(η) (kampýl(i)) +‎ -ωτός (-otós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /kam.bi.loˈtos/
  • Hyphenation: κα‧μπυ‧λω‧τός

Adjective

[edit]

καμπυλωτός (kampylotósm (feminine καμπυλωτή, neuter καμπυλωτό)

  1. curved

Declension

[edit]
Declension of καμπυλωτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καμπυλωτός (kampylotós) καμπυλωτή (kampylotí) καμπυλωτό (kampylotó) καμπυλωτοί (kampylotoí) καμπυλωτές (kampylotés) καμπυλωτά (kampylotá)
genitive καμπυλωτού (kampylotoú) καμπυλωτής (kampylotís) καμπυλωτού (kampylotoú) καμπυλωτών (kampylotón) καμπυλωτών (kampylotón) καμπυλωτών (kampylotón)
accusative καμπυλωτό (kampylotó) καμπυλωτή (kampylotí) καμπυλωτό (kampylotó) καμπυλωτούς (kampylotoús) καμπυλωτές (kampylotés) καμπυλωτά (kampylotá)
vocative καμπυλωτέ (kampyloté) καμπυλωτή (kampylotí) καμπυλωτό (kampylotó) καμπυλωτοί (kampylotoí) καμπυλωτές (kampylotés) καμπυλωτά (kampylotá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καμπυλωτός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καμπυλωτός, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ καμπυλωτός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language