καμπανολογία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]καμπανολογία • (kampanología) f (uncountable)
Declension
[edit]singular | |
---|---|
nominative | καμπανολογία (kampanología) |
genitive | καμπανολογίας (kampanologías) |
accusative | καμπανολογία (kampanología) |
vocative | καμπανολογία (kampanología) |
Related terms
[edit]- see: καμπάνα f (kampána, “bell”)