Jump to content

καμπανολογία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

καμπανολογία (kampanologíaf (uncountable)

  1. campanology

Declension

[edit]
Declension of καμπανολογία
singular
nominative καμπανολογία (kampanología)
genitive καμπανολογίας (kampanologías)
accusative καμπανολογία (kampanología)
vocative καμπανολογία (kampanología)
[edit]