Jump to content

καμπαναριό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Byzantine Greek καμπαναρειόν (kampanareión), from καμπαναρείον (kampanareíon), derived from καμπανάρης (kampanárēs, bell ringer), itself derived from καμπάνα (kampána, bell), a borrowing from Late Latin campāna.

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

καμπαναριό (kampanarión (plural καμπαναριά)

  1. bell tower, belfry, campanile
    Synonym: κωδωνοστάσιο n (kodonostásio)

Declension

[edit]
Declension of καμπαναριό
singular plural
nominative καμπαναριό (kampanarió) καμπαναριά (kampanariá)
genitive καμπαναριού (kampanarioú) καμπαναριών (kampanarión)
accusative καμπαναριό (kampanarió) καμπαναριά (kampanariá)
vocative καμπαναριό (kampanarió) καμπαναριά (kampanariá)
[edit]

References

[edit]