καμπαναριό
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Byzantine Greek καμπαναρειόν (kampanareión), from καμπαναρείον (kampanareíon), derived from καμπανάρης (kampanárēs, “bell ringer”), itself derived from καμπάνα (kampána, “bell”), a borrowing from Late Latin campāna.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]καμπαναριό • (kampanarió) n (plural καμπαναριά)
- bell tower, belfry, campanile
- Synonym: κωδωνοστάσιο n (kodonostásio)
Declension
[edit]Declension of καμπαναριό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καμπαναριό • | καμπαναριά • |
genitive | καμπαναριού • | καμπαναριών • |
accusative | καμπαναριό • | καμπαναριά • |
vocative | καμπαναριό • | καμπαναριά • |
Related terms
[edit]- see: καμπάνα f (kampána, “bell”)
References
[edit]- καμπαναριό, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language