Jump to content

καμπίσιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

καμπίσιος (kampísiosm (feminine καμπίσιοα, neuter καμπίσιο)

  1. (of the) plain, plains
    καμπίσια πέρδικαkampísia pérdikagrey partridge (literally, “plains partridge”)

Declension

[edit]
Declension of καμπίσιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καμπίσιος (kampísios) καμπίσια (kampísia) καμπίσιο (kampísio) καμπίσιοι (kampísioi) καμπίσιες (kampísies) καμπίσια (kampísia)
genitive καμπίσιου (kampísiou) καμπίσιας (kampísias) καμπίσιου (kampísiou) καμπίσιων (kampísion) καμπίσιων (kampísion) καμπίσιων (kampísion)
accusative καμπίσιο (kampísio) καμπίσια (kampísia) καμπίσιο (kampísio) καμπίσιους (kampísious) καμπίσιες (kampísies) καμπίσια (kampísia)
vocative καμπίσιε (kampísie) καμπίσια (kampísia) καμπίσιο (kampísio) καμπίσιοι (kampísioi) καμπίσιες (kampísies) καμπίσια (kampísia)

Synonyms

[edit]
[edit]