Jump to content

καμινάδα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

καμινάδα (kaminádaf (plural καμινάδες)

  1. domestic chimney

Declension

[edit]
Declension of καμινάδα
singular plural
nominative καμινάδα (kamináda) καμινάδες (kaminádes)
genitive καμινάδας (kaminádas) καμινάδων (kaminádon)
accusative καμινάδα (kamináda) καμινάδες (kaminádes)
vocative καμινάδα (kamináda) καμινάδες (kaminádes)

See also

[edit]

Further reading

[edit]