Jump to content

καμερουνέζικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

καμερουνέζικος (kamerounézikosm (feminine καμερουνέζικη, neuter καμερουνέζικο)

  1. Cameroonian (relating to Cameroon or its people)

Declension

[edit]
Declension of καμερουνέζικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καμερουνέζικος (kamerounézikos) καμερουνέζικη (kamerounéziki) καμερουνέζικο (kamerounéziko) καμερουνέζικοι (kamerounézikoi) καμερουνέζικες (kamerounézikes) καμερουνέζικα (kamerounézika)
genitive καμερουνέζικου (kamerounézikou) καμερουνέζικης (kamerounézikis) καμερουνέζικου (kamerounézikou) καμερουνέζικων (kamerounézikon) καμερουνέζικων (kamerounézikon) καμερουνέζικων (kamerounézikon)
accusative καμερουνέζικο (kamerounéziko) καμερουνέζικη (kamerounéziki) καμερουνέζικο (kamerounéziko) καμερουνέζικους (kamerounézikous) καμερουνέζικες (kamerounézikes) καμερουνέζικα (kamerounézika)
vocative καμερουνέζικε (kamerounézike) καμερουνέζικη (kamerounéziki) καμερουνέζικο (kamerounéziko) καμερουνέζικοι (kamerounézikoi) καμερουνέζικες (kamerounézikes) καμερουνέζικα (kamerounézika)
[edit]