καλομοίρα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]καλομοίρα • (kalomoíra)
- nominative/accusative/vocative feminine singular of καλομοίρης (kalomoíris)
Derived terms
[edit]- Καλομοίρα f (Kalomoíra, “feminine given name”)
Proverbs:
- της καλομοίρας το παιδί το πρώτο να 'ναι κόρη (tis kalomoíras to paidí to próto na 'nai kóri)
- της καλομοίρας το παιδί, στους πέντε μήνες κάθεται, στους έξι καλοκάθεται, και στους εφτά και στους οκτώ, τον τοίχο-τοίχο πάει.
Related terms
[edit]- see: καλομοίρης and μοίρα f (moíra, “fate”).