Jump to content

καλλυντικό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

καλλυντικό (kallyntikón

  1. cosmetic

Declension

[edit]
Declension of καλλυντικό
singular plural
nominative καλλυντικό (kallyntikó) καλλυντικά (kallyntiká)
genitive καλλυντικού (kallyntikoú) καλλυντικών (kallyntikón)
accusative καλλυντικό (kallyntikó) καλλυντικά (kallyntiká)
vocative καλλυντικό (kallyntikó) καλλυντικά (kallyntiká)

Adjective

[edit]

καλλυντικό (kallyntikó)

  1. accusative masculine singular of καλλυντικός (kallyntikós)
  2. nominative neuter singular of καλλυντικός (kallyntikós)
  3. accusative neuter singular of καλλυντικός (kallyntikós)
  4. vocative neuter singular of καλλυντικός (kallyntikós)