καλικαντζαρούδι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]καλικάντζαρος (kalikántzaros) + -ούδι (-oúdi).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]καλικαντζαρούδι • (kalikantzaroúdi) n (plural καλικαντζαρούδια)
- diminutive of καλικάντζαρος (kalikántzaros, “gremlin, goblin”)
Declension
[edit]Declension of καλικαντζαρούδι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καλικαντζαρούδι • | καλικαντζαρούδια • |
genitive | — | — |
accusative | καλικαντζαρούδι • | καλικαντζαρούδια • |
vocative | καλικαντζαρούδι • | καλικαντζαρούδια • |
Synonyms
[edit]- καλικαντζαράκι n (kalikantzaráki)