Jump to content

καλαματιανός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

καλαματιανός (kalamatianósm (feminine καλαματιανή, neuter καλαματιανό)

  1. related to Kalamata, a town in the Peloponnese

Declension

[edit]
Declension of καλαματιανός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καλαματιανός (kalamatianós) καλαματιανή (kalamatianí) καλαματιανό (kalamatianó) καλαματιανοί (kalamatianoí) καλαματιανές (kalamatianés) καλαματιανά (kalamatianá)
genitive καλαματιανού (kalamatianoú) καλαματιανής (kalamatianís) καλαματιανού (kalamatianoú) καλαματιανών (kalamatianón) καλαματιανών (kalamatianón) καλαματιανών (kalamatianón)
accusative καλαματιανό (kalamatianó) καλαματιανή (kalamatianí) καλαματιανό (kalamatianó) καλαματιανούς (kalamatianoús) καλαματιανές (kalamatianés) καλαματιανά (kalamatianá)
vocative καλαματιανέ (kalamatiané) καλαματιανή (kalamatianí) καλαματιανό (kalamatianó) καλαματιανοί (kalamatianoí) καλαματιανές (kalamatianés) καλαματιανά (kalamatianá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καλαματιανός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καλαματιανός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]

Noun

[edit]

καλαματιανός (kalamatianósm (plural καλαματιανοί)

  1. (Greece) Kalamatianos, a dance originating in the Peloponnese

Declension

[edit]
Declension of καλαματιανός
singular plural
nominative καλαματιανός (kalamatianós) καλαματιανοί (kalamatianoí)
genitive καλαματιανού (kalamatianoú) καλαματιανών (kalamatianón)
accusative καλαματιανό (kalamatianó) καλαματιανούς (kalamatianoús)
vocative καλαματιανέ (kalamatiané) καλαματιανοί (kalamatianoí)

Further reading

[edit]