καλαθοσφαίριση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]καλαθοσφαίριση • (kalathosfaírisi) f (plural καλαθοσφαιρίσεις)
- (sports) basketball (the more formal, but much less common term)
- Synonym: μπάσκετ (básket) (the more common term)
Declension
[edit]Declension of καλαθοσφαίριση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | καλαθοσφαίριση • | καλαθοσφαιρίσεις • | |
genitive | καλαθοσφαίρισης • | καλαθοσφαιρίσεων • | |
accusative | καλαθοσφαίριση • | καλαθοσφαιρίσεις • | |
vocative | καλαθοσφαίριση • | καλαθοσφαιρίσεις • | |
Older or formal genitive singular: καλαθοσφαιρίσεως • |
Further reading
[edit]- καλαθοσφαίριση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el