IPA (key ) : /ka.ko.piˈo/
Hyphenation: κα‧κο‧ποι‧ώ
κακοποιώ • (kakopoió ) (past κακοποίησα , passive κακοποιούμαι , p‑past κακοποιήθηκα , ppp κακοποιημένος )
to assault
to knock about , beat up , rough up
to rape
to manhandle
κακοποιώ , κακοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
κακοποιώ
κακοποιήσω
κακοποιούμαι
κακοποιηθώ
2 sg
κακοποιείς
κακοποιήσεις
κακοποιείσαι
κακοποιηθείς
3 sg
κακοποιεί
κακοποιήσει
κακοποιείται
κακοποιηθεί
1 pl
κακοποιούμε
κακοποιήσουμε , [-ομε ]
κακοποιούμαστε , κακοποιόμαστε
κακοποιηθούμε
2 pl
κακοποιείτε
κακοποιήσετε
κακοποιείστε , (κακοποιόσαστε )
κακοποιηθείτε
3 pl
κακοποιούν (ε )
κακοποιήσουν (ε )
κακοποιούνται
κακοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
κακοποιούσα
κακοποίησα
κακοποιούμουν (α ), κακοποιόμουν (α )
κακοποιήθηκα
2 sg
κακοποιούσες
κακοποίησες
[κακοποιούσουν (α )], κακοποιόσουν (α )
κακοποιήθηκες
3 sg
κακοποιούσε
κακοποίησε
κακοποιούνταν , κακοποιόταν (ε ), {κακοποιείτο }
κακοποιήθηκε
1 pl
κακοποιούσαμε
κακοποιήσαμε
κακοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), κακοποιόμασταν , (‑όμαστε )
κακοποιηθήκαμε
2 pl
κακοποιούσατε
κακοποιήσατε
[κακοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], κακοποιόσασταν , (‑όσαστε )
κακοποιηθήκατε
3 pl
κακοποιούσαν (ε )
κακοποίησαν , κακοποιήσαν (ε )
κακοποιούνταν , κακοποιόνταν (ε ), (κακοποιόντουσαν ), {κακοποιούντο }
κακοποιήθηκαν , κακοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα κακοποιώ ➤
θα κακοποιήσω ➤
θα κακοποιούμαι ➤
θα κακοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα κακοποιείς , …
θα κακοποιήσεις , …
θα κακοποιείσαι , …
θα κακοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … κακοποιήσει έχω, έχεις, … κακοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … κακοποιηθεί είμαι , είσαι , … κακοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … κακοποιήσει είχα, είχες, … κακοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … κακοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … κακοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … κακοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … κακοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … κακοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … κακοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
κακοποίησε
—
κακοποιήσου
2 pl
κακοποιείτε
κακοποιήστε
κακοποιείστε
κακοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
κακοποιώντας ➤
κακοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας κακοποιήσει ➤
κακοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
κακοποιήσει
κακοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.