Jump to content

καθαριότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

καθαριότητα (kathariótitaf (plural καθαριότητες)

  1. cleanliness
  2. cleaning

Declension

[edit]
Declension of καθαριότητα
singular plural
nominative καθαριότητα (kathariótita) καθαριότητες (kathariótites)
genitive καθαριότητας (kathariótitas) -
accusative καθαριότητα (kathariótita) καθαριότητες (kathariótites)
vocative καθαριότητα (kathariótita) καθαριότητες (kathariótites)
[edit]