καθαριότητα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]καθαριότητα • (kathariótita) f (plural καθαριότητες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καθαριότητα (kathariótita) | καθαριότητες (kathariótites) |
genitive | καθαριότητας (kathariótitas) | - |
accusative | καθαριότητα (kathariótita) | καθαριότητες (kathariótites) |
vocative | καθαριότητα (kathariótita) | καθαριότητες (kathariótites) |
Related terms
[edit]- see: καθαρός (katharós, “clean, pure”)