καζαχικός
Appearance
See also: καζάχικος
Greek
[edit]Adjective
[edit]καζαχικός • (kazachikós) m (feminine καζαχική, neuter καζαχικό)
- Alternative form of καζακικός (kazakikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | καζαχικός (kazachikós) | καζαχική (kazachikí) | καζαχικό (kazachikó) | καζαχικοί (kazachikoí) | καζαχικές (kazachikés) | καζαχικά (kazachiká) | |
genitive | καζαχικού (kazachikoú) | καζαχικής (kazachikís) | καζαχικού (kazachikoú) | καζαχικών (kazachikón) | καζαχικών (kazachikón) | καζαχικών (kazachikón) | |
accusative | καζαχικό (kazachikó) | καζαχική (kazachikí) | καζαχικό (kazachikó) | καζαχικούς (kazachikoús) | καζαχικές (kazachikés) | καζαχικά (kazachiká) | |
vocative | καζαχικέ (kazachiké) | καζαχική (kazachikí) | καζαχικό (kazachikó) | καζαχικοί (kazachikoí) | καζαχικές (kazachikés) | καζαχικά (kazachiká) |