From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /ka.vuɾˈdi.zo/
Hyphenation: κα‧βουρ‧ντί‧ζω
καβουρντίζω • (kavourntízo ) (past καβούρντισα , passive καβουρντίζομαι )
to roast ( coffee beans, meat, etc )
to brown ( food - while cooking )
to burn ( while sun tanning )
καβουρντίζω καβουρντίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
καβουρντίζω (καβουρδίζω → )
καβουρντίσω
καβουρντίζομαι
καβουρντιστώ
2 sg
καβουρντίζεις
καβουρντίσεις
καβουρντίζεσαι
καβουρντιστείς
3 sg
καβουρντίζει
καβουρντίσει
καβουρντίζεται
καβουρντιστεί
1 pl
καβουρντίζουμε , [‑ομε ]
καβουρντίσουμε , [‑ομε ]
καβουρντιζόμαστε
καβουρντιστούμε
2 pl
καβουρντίζετε
καβουρντίσετε
καβουρντίζεστε , καβουρντιζόσαστε
καβουρντιστείτε
3 pl
καβουρντίζουν (ε )
καβουρντίσουν (ε )
καβουρντίζονται
καβουρντιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
καβούρντιζα
καβούρντισα
καβουρντιζόμουν (α )
καβουρντίστηκα
2 sg
καβούρντιζες
καβούρντισες
καβουρντιζόσουν (α )
καβουρντίστηκες
3 sg
καβούρντιζε
καβούρντισε
καβουρντιζόταν (ε )
καβουρντίστηκε
1 pl
καβουρντίζαμε
καβουρντίσαμε
καβουρντιζόμασταν , (‑όμαστε )
καβουρντιστήκαμε
2 pl
καβουρντίζατε
καβουρντίσατε
καβουρντιζόσασταν , (‑όσαστε )
καβουρντιστήκατε
3 pl
καβούρντιζαν , καβουρντίζαν (ε )
καβούρντισαν , καβουρντίσαν (ε )
καβουρντίζονταν , (καβουρντιζόντουσαν )
καβουρντίστηκαν , καβουρντιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα καβουρντίζω ➤
θα καβουρντίσω ➤
θα καβουρντίζομαι ➤
θα καβουρντιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα καβουρντίζεις , …
θα καβουρντίσεις , …
θα καβουρντίζεσαι , …
θα καβουρντιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … καβουρντίσει έχω, έχεις, … καβουρντισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … καβουρντιστεί είμαι , είσαι , … καβουρντισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … καβουρντίσει είχα, είχες, … καβουρντισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … καβουρντιστεί ήμουν , ήσουν , … καβουρντισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … καβουρντίσει θα έχω, θα έχεις, … καβουρντισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … καβουρντιστεί θα είμαι, θα είσαι, … καβουρντισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
καβούρντιζε
καβούρντισε
—
καβουρντίσου
2 pl
καβουρντίζετε
καβουρντίστε
καβουρντίζεστε
καβουρντιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
καβουρντίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας καβουρντίσει ➤
καβουρντισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
καβουρντίσει
καβουρντιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.