From Wiktionary, the free dictionary
καβουρδίζω • (kavourdízo ) (past καβούρδισα , passive καβουρδίζομαι )
Alternative form of καβουρντίζω ( kavourntízo )
καβουρδίζω καβουρδίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
καβουρδίζω (καβουρντίζω → )
καβουρδίσω
καβουρδίζομαι
καβουρδιστώ
2 sg
καβουρδίζεις
καβουρδίσεις
καβουρδίζεσαι
καβουρδιστείς
3 sg
καβουρδίζει
καβουρδίσει
καβουρδίζεται
καβουρδιστεί
1 pl
καβουρδίζουμε , [‑ομε ]
καβουρδίσουμε , [‑ομε ]
καβουρδιζόμαστε
καβουρδιστούμε
2 pl
καβουρδίζετε
καβουρδίσετε
καβουρδίζεστε , καβουρδιζόσαστε
καβουρδιστείτε
3 pl
καβουρδίζουν (ε )
καβουρδίσουν (ε )
καβουρδίζονται
καβουρδιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
καβούρδιζα
καβούρδισα
καβουρδιζόμουν (α )
καβουρδίστηκα
2 sg
καβούρδιζες
καβούρδισες
καβουρδιζόσουν (α )
καβουρδίστηκες
3 sg
καβούρδιζε
καβούρδισε
καβουρδιζόταν (ε )
καβουρδίστηκε
1 pl
καβουρδίζαμε
καβουρδίσαμε
καβουρδιζόμασταν , (‑όμαστε )
καβουρδιστήκαμε
2 pl
καβουρδίζατε
καβουρδίσατε
καβουρδιζόσασταν , (‑όσαστε )
καβουρδιστήκατε
3 pl
καβούρδιζαν , καβουρδίζαν (ε )
καβούρδισαν , καβουρδίσαν (ε )
καβουρδίζονταν , (καβουρδιζόντουσαν )
καβουρδίστηκαν , καβουρδιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα καβουρδίζω ➤
θα καβουρδίσω ➤
θα καβουρδίζομαι ➤
θα καβουρδιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα καβουρδίζεις , …
θα καβουρδίσεις , …
θα καβουρδίζεσαι , …
θα καβουρδιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … καβουρδίσει έχω, έχεις, … καβουρδισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … καβουρδιστεί είμαι , είσαι , … καβουρδισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … καβουρδίσει είχα, είχες, … καβουρδισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … καβουρδιστεί ήμουν , ήσουν , … καβουρδισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … καβουρδίσει θα έχω, θα έχεις, … καβουρδισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … καβουρδιστεί θα είμαι, θα είσαι, … καβουρδισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
καβούρδιζε
καβούρδισε
—
καβουρδίσου
2 pl
καβουρδίζετε
καβουρδίστε
καβουρδίζεστε
καβουρδιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
καβουρδίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας καβουρδίσει ➤
καβουρδισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
καβουρδίσει
καβουρδιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.