ιχθυοπώλισσα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ιχθυοπώλισσα • (ichthyopólissa) f (plural ιχθυοπώλισσες, masculine ιχθυοπώλης)
Declension
[edit]Declension of ιχθυοπώλισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιχθυοπώλισσα • | ιχθυοπώλισσες • |
genitive | ιχθυοπώλισσας • | ιχθυοπωλισσών • |
accusative | ιχθυοπώλισσα • | ιχθυοπώλισσες • |
vocative | ιχθυοπώλισσα • | ιχθυοπώλισσες • |
Related terms
[edit]- see: ιχθύς n (ichthýs, “fish”)