ισόπλευρο τρίγωνο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ισόπλευρο τρίγωνο • (isóplevro trígono) n (plural ισόπλευρα τρίγωνα)
Declension
[edit]- see: ισόπλευρος (isóplevros) and τρίγωνο (trígono)
ισόπλευρο τρίγωνο • (isóplevro trígono) n (plural ισόπλευρα τρίγωνα)