Jump to content

ισόγλωσση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ισόγλωσση (isóglossif (plural ισόγλωσσες)

  1. Alternative form of ισόγλωσσο (isóglosso)

Declension

[edit]
Declension of ισόγλωσση
singular plural
nominative ισόγλωσση (isóglossi) ισόγλωσσες (isóglosses)
genitive ισόγλωσσης (isóglossis) -
accusative ισόγλωσση (isóglossi) ισόγλωσσες (isóglosses)
vocative ισόγλωσση (isóglossi) ισόγλωσσες (isóglosses)