Jump to content

ισραηλινός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ισραηλινός (israïlinósm (feminine ισραηλινή, neuter ισραηλινό)

  1. Israeli (of, from, or pertaining to Israel, the Israeli people)

Declension

[edit]
Declension of ισραηλινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ισραηλινός (israïlinós) ισραηλινή (israïliní) ισραηλινό (israïlinó) ισραηλινοί (israïlinoí) ισραηλινές (israïlinés) ισραηλινά (israïliná)
genitive ισραηλινού (israïlinoú) ισραηλινής (israïlinís) ισραηλινού (israïlinoú) ισραηλινών (israïlinón) ισραηλινών (israïlinón) ισραηλινών (israïlinón)
accusative ισραηλινό (israïlinó) ισραηλινή (israïliní) ισραηλινό (israïlinó) ισραηλινούς (israïlinoús) ισραηλινές (israïlinés) ισραηλινά (israïliná)
vocative ισραηλινέ (israïliné) ισραηλινή (israïliní) ισραηλινό (israïlinó) ισραηλινοί (israïlinoí) ισραηλινές (israïlinés) ισραηλινά (israïliná)
[edit]