Jump to content

ισοπεντάνιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ισοπεντάνιο (isopentánion (uncountable)

  1. (organic chemistry) isopentane

Declension

[edit]
Declension of ισοπεντάνιο
singular
nominative ισοπεντάνιο (isopentánio)
genitive ισοπεντανίου (isopentaníou)
accusative ισοπεντάνιο (isopentánio)
vocative ισοπεντάνιο (isopentánio)

Further reading

[edit]