Jump to content

ισοπαλία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ισοπαλία (isopalíaf

  1. tie, draw (in any contest)

Declension

[edit]
Declension of ισοπαλία
singular plural
nominative ισοπαλία (isopalía) ισοπαλίες (isopalíes)
genitive ισοπαλίας (isopalías) ισοπαλιών (isopalión)
accusative ισοπαλία (isopalía) ισοπαλίες (isopalíes)
vocative ισοπαλία (isopalía) ισοπαλίες (isopalíes)