Jump to content

ισολογισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from ισο- (iso-) +‎ λογισμός (logismós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.so.lo.ʝiˈzmos/
  • Hyphenation: ι‧σο‧λο‧γι‧σμός

Noun

[edit]

ισολογισμός (isologismósm (plural ισολογισμοί)

  1. (accounting) balance sheet

Declension

[edit]
Declension of ισολογισμός
singular plural
nominative ισολογισμός (isologismós) ισολογισμοί (isologismoí)
genitive ισολογισμού (isologismoú) ισολογισμών (isologismón)
accusative ισολογισμό (isologismó) ισολογισμούς (isologismoús)
vocative ισολογισμέ (isologismé) ισολογισμοί (isologismoí)

References

[edit]
  1. ^ ισολογισμός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language

Further reading

[edit]