Jump to content

ισοδύναμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ισοδύναμος (isodýnamosm (feminine ισοδύναμη, neuter ισοδύναμο)

  1. equivalent
    ισοδύναμη δόσηisodýnami dósiequivalent dose

Declension

[edit]
Declension of ισοδύναμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ισοδύναμος (isodýnamos) ισοδύναμη (isodýnami) ισοδύναμο (isodýnamo) ισοδύναμοι (isodýnamoi) ισοδύναμες (isodýnames) ισοδύναμα (isodýnama)
genitive ισοδύναμου (isodýnamou) ισοδύναμης (isodýnamis) ισοδύναμου (isodýnamou) ισοδύναμων (isodýnamon) ισοδύναμων (isodýnamon) ισοδύναμων (isodýnamon)
accusative ισοδύναμο (isodýnamo) ισοδύναμη (isodýnami) ισοδύναμο (isodýnamo) ισοδύναμους (isodýnamous) ισοδύναμες (isodýnames) ισοδύναμα (isodýnama)
vocative ισοδύναμε (isodýname) ισοδύναμη (isodýnami) ισοδύναμο (isodýnamo) ισοδύναμοι (isodýnamoi) ισοδύναμες (isodýnames) ισοδύναμα (isodýnama)

Synonyms

[edit]
[edit]