ισοβουτάνιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ισοβουτάνιο • (isovoutánio) n (uncountable)
Declension
[edit] ισοβουτάνιο
case \ number | singular |
---|---|
nominative | ισοβουτάνιο • |
genitive | ισοβουτανίου • |
accusative | ισοβουτάνιο • |
vocative | ισοβουτάνιο • |
Further reading
[edit]- ισοβουτάνιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el