Jump to content

ιρλανδικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ιρλανδία (Irlandía).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /iɾlanðiˈkos/
  • Hyphenation: ιρ‧λαν‧δι‧κός

Adjective

[edit]

ιρλανδικός (irlandikósm (feminine ιρλανδική, neuter ιρλανδικό)

  1. Irish (of Ireland, its people or language)

Declension

[edit]
Declension of ιρλανδικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιρλανδικός (irlandikós) ιρλανδική (irlandikí) ιρλανδικό (irlandikó) ιρλανδικοί (irlandikoí) ιρλανδικές (irlandikés) ιρλανδικά (irlandiká)
genitive ιρλανδικού (irlandikoú) ιρλανδικής (irlandikís) ιρλανδικού (irlandikoú) ιρλανδικών (irlandikón) ιρλανδικών (irlandikón) ιρλανδικών (irlandikón)
accusative ιρλανδικό (irlandikó) ιρλανδική (irlandikí) ιρλανδικό (irlandikó) ιρλανδικούς (irlandikoús) ιρλανδικές (irlandikés) ιρλανδικά (irlandiká)
vocative ιρλανδικέ (irlandiké) ιρλανδική (irlandikí) ιρλανδικό (irlandikó) ιρλανδικοί (irlandikoí) ιρλανδικές (irlandikés) ιρλανδικά (irlandiká)

Synonyms

[edit]