ιπτάμενους
Appearance
See also: ιπταμένους
Greek
[edit]Adjective
[edit]ιπτάμενους • (iptámenous)
- accusative masculine plural of ιπτάμενος (iptámenos)
Noun
[edit]ιπτάμενους • (iptámenous) m
- accusative plural of ιπτάμενος (iptámenos)
ιπτάμενους • (iptámenous)
ιπτάμενους • (iptámenous) m