Jump to content

ινσουλίνη

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ινσουλίνη (insoulínif (usually uncountable, plural ινσουλίνες)

  1. (biochemistry, medicine) insulin (hormone)

Declension

[edit]
Declension of ινσουλίνη
singular plural
nominative ινσουλίνη (insoulíni) ινσουλίνες (insoulínes)
genitive ινσουλίνης (insoulínis) ινσουλινών (insoulinón)
accusative ινσουλίνη (insoulíni) ινσουλίνες (insoulínes)
vocative ινσουλίνη (insoulíni) ινσουλίνες (insoulínes)