Jump to content

ιδρύτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ιδρύτρια (idrýtriaf (plural ιδρύτριες, masculine ιδρυτής)

  1. female equivalent of ιδρυτής (idrytís)

Declension

[edit]
singular plural
nominative ιδρύτρια (idrýtria) ιδρύτριες (idrýtries)
genitive ιδρύτριας (idrýtrias) ιδρυτριών (idrytrión)
accusative ιδρύτρια (idrýtria) ιδρύτριες (idrýtries)
vocative ιδρύτρια (idrýtria) ιδρύτριες (idrýtries)
[edit]