Jump to content

ιδιοδεκτικότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ιδιοδεκτικός (idiodektikós, proprioceptive) +‎ -ότητα (-ótita, -ity, -ness).

Noun

[edit]

ιδιοδεκτικότητα (idiodektikótitaf (uncountable)

  1. proprioception

Declension

[edit]
Declension of ιδιοδεκτικότητα
singular
nominative ιδιοδεκτικότητα (idiodektikótita)
genitive ιδιοδεκτικότητας (idiodektikótitas)
accusative ιδιοδεκτικότητα (idiodektikótita)
vocative ιδιοδεκτικότητα (idiodektikótita)