Jump to content

ιδεαλίστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ιδεαλίστρια (idealístriaf (plural ιδεαλίστριες, masculine ιδεαλιστής)

  1. idealist

Declension

[edit]
Declension of ιδεαλίστρια
singular plural
nominative ιδεαλίστρια (idealístria) ιδεαλίστριες (idealístries)
genitive ιδεαλίστριας (idealístrias) ιδεαλιστριών (idealistrión)
accusative ιδεαλίστρια (idealístria) ιδεαλίστριες (idealístries)
vocative ιδεαλίστρια (idealístria) ιδεαλίστριες (idealístries)
[edit]