Jump to content

ιδανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ιδανικός (idanikósm (feminine ιδανική, neuter ιδανικό)

  1. ideal, model, perfect
    Έχει το ιδανικό βάρος.
    Échei to idanikó város.
    He is the ideal weight.

Declension

[edit]
Declension of ιδανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιδανικός (idanikós) ιδανική (idanikí) ιδανικό (idanikó) ιδανικοί (idanikoí) ιδανικές (idanikés) ιδανικά (idaniká)
genitive ιδανικού (idanikoú) ιδανικής (idanikís) ιδανικού (idanikoú) ιδανικών (idanikón) ιδανικών (idanikón) ιδανικών (idanikón)
accusative ιδανικό (idanikó) ιδανική (idanikí) ιδανικό (idanikó) ιδανικούς (idanikoús) ιδανικές (idanikés) ιδανικά (idaniká)
vocative ιδανικέ (idaniké) ιδανική (idanikí) ιδανικό (idanikó) ιδανικοί (idanikoí) ιδανικές (idanikés) ιδανικά (idaniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιδανικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιδανικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιδανικότερος (idanikóteros) ιδανικότερη (idanikóteri) ιδανικότερο (idanikótero) ιδανικότεροι (idanikóteroi) ιδανικότερες (idanikóteres) ιδανικότερα (idanikótera)
genitive ιδανικότερου (idanikóterou) ιδανικότερης (idanikóteris) ιδανικότερου (idanikóterou) ιδανικότερων (idanikóteron) ιδανικότερων (idanikóteron) ιδανικότερων (idanikóteron)
accusative ιδανικότερο (idanikótero) ιδανικότερη (idanikóteri) ιδανικότερο (idanikótero) ιδανικότερους (idanikóterous) ιδανικότερες (idanikóteres) ιδανικότερα (idanikótera)
vocative ιδανικότερε (idanikótere) ιδανικότερη (idanikóteri) ιδανικότερο (idanikótero) ιδανικότεροι (idanikóteroi) ιδανικότερες (idanikóteres) ιδανικότερα (idanikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ιδανικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιδανικότατος (idanikótatos) ιδανικότατη (idanikótati) ιδανικότατο (idanikótato) ιδανικότατοι (idanikótatoi) ιδανικότατες (idanikótates) ιδανικότατα (idanikótata)
genitive ιδανικότατου (idanikótatou) ιδανικότατης (idanikótatis) ιδανικότατου (idanikótatou) ιδανικότατων (idanikótaton) ιδανικότατων (idanikótaton) ιδανικότατων (idanikótaton)
accusative ιδανικότατο (idanikótato) ιδανικότατη (idanikótati) ιδανικότατο (idanikótato) ιδανικότατους (idanikótatous) ιδανικότατες (idanikótates) ιδανικότατα (idanikótata)
vocative ιδανικότατε (idanikótate) ιδανικότατη (idanikótati) ιδανικότατο (idanikótato) ιδανικότατοι (idanikótatoi) ιδανικότατες (idanikótates) ιδανικότατα (idanikótata)
[edit]