Jump to content

ιγνυακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ιγνυακός (ignyakósm (feminine ιγνυακή, neuter ιγνυακό)

  1. (anatomy) popliteal

Declension

[edit]
Declension of ιγνυακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιγνυακός (ignyakós) ιγνυακή (ignyakí) ιγνυακό (ignyakó) ιγνυακοί (ignyakoí) ιγνυακές (ignyakés) ιγνυακά (ignyaká)
genitive ιγνυακού (ignyakoú) ιγνυακής (ignyakís) ιγνυακού (ignyakoú) ιγνυακών (ignyakón) ιγνυακών (ignyakón) ιγνυακών (ignyakón)
accusative ιγνυακό (ignyakó) ιγνυακή (ignyakí) ιγνυακό (ignyakó) ιγνυακούς (ignyakoús) ιγνυακές (ignyakés) ιγνυακά (ignyaká)
vocative ιγνυακέ (ignyaké) ιγνυακή (ignyakí) ιγνυακό (ignyakó) ιγνυακοί (ignyakoí) ιγνυακές (ignyakés) ιγνυακά (ignyaká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιγνυακός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιγνυακός, etc.)

[edit]