θρυλικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]θρυλικός • (thrylikós) m (feminine θρυλική, neuter θρυλικό)
- legendary (of or pertaining to a legend)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | θρυλικός (thrylikós) | θρυλική (thrylikí) | θρυλικό (thrylikó) | θρυλικοί (thrylikoí) | θρυλικές (thrylikés) | θρυλικά (thryliká) | |
genitive | θρυλικού (thrylikoú) | θρυλικής (thrylikís) | θρυλικού (thrylikoú) | θρυλικών (thrylikón) | θρυλικών (thrylikón) | θρυλικών (thrylikón) | |
accusative | θρυλικό (thrylikó) | θρυλική (thrylikí) | θρυλικό (thrylikó) | θρυλικούς (thrylikoús) | θρυλικές (thrylikés) | θρυλικά (thryliká) | |
vocative | θρυλικέ (thryliké) | θρυλική (thrylikí) | θρυλικό (thrylikó) | θρυλικοί (thrylikoí) | θρυλικές (thrylikés) | θρυλικά (thryliká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θρυλικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θρυλικός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο θρυλικότερος", etc)
|
Related terms
[edit]- θρύλος m (thrýlos, “legend”)