Jump to content

θρυλικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

θρυλικός (thrylikósm (feminine θρυλική, neuter θρυλικό)

  1. legendary (of or pertaining to a legend)

Declension

[edit]
Declension of θρυλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative θρυλικός (thrylikós) θρυλική (thrylikí) θρυλικό (thrylikó) θρυλικοί (thrylikoí) θρυλικές (thrylikés) θρυλικά (thryliká)
genitive θρυλικού (thrylikoú) θρυλικής (thrylikís) θρυλικού (thrylikoú) θρυλικών (thrylikón) θρυλικών (thrylikón) θρυλικών (thrylikón)
accusative θρυλικό (thrylikó) θρυλική (thrylikí) θρυλικό (thrylikó) θρυλικούς (thrylikoús) θρυλικές (thrylikés) θρυλικά (thryliká)
vocative θρυλικέ (thryliké) θρυλική (thrylikí) θρυλικό (thrylikó) θρυλικοί (thrylikoí) θρυλικές (thrylikés) θρυλικά (thryliká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θρυλικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θρυλικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative θρυλικότερος (thrylikóteros) θρυλικότερη (thrylikóteri) θρυλικότερο (thrylikótero) θρυλικότεροι (thrylikóteroi) θρυλικότερες (thrylikóteres) θρυλικότερα (thrylikótera)
genitive θρυλικότερου (thrylikóterou) θρυλικότερης (thrylikóteris) θρυλικότερου (thrylikóterou) θρυλικότερων (thrylikóteron) θρυλικότερων (thrylikóteron) θρυλικότερων (thrylikóteron)
accusative θρυλικότερο (thrylikótero) θρυλικότερη (thrylikóteri) θρυλικότερο (thrylikótero) θρυλικότερους (thrylikóterous) θρυλικότερες (thrylikóteres) θρυλικότερα (thrylikótera)
vocative θρυλικότερε (thrylikótere) θρυλικότερη (thrylikóteri) θρυλικότερο (thrylikótero) θρυλικότεροι (thrylikóteroi) θρυλικότερες (thrylikóteres) θρυλικότερα (thrylikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο θρυλικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative θρυλικότατος (thrylikótatos) θρυλικότατη (thrylikótati) θρυλικότατο (thrylikótato) θρυλικότατοι (thrylikótatoi) θρυλικότατες (thrylikótates) θρυλικότατα (thrylikótata)
genitive θρυλικότατου (thrylikótatou) θρυλικότατης (thrylikótatis) θρυλικότατου (thrylikótatou) θρυλικότατων (thrylikótaton) θρυλικότατων (thrylikótaton) θρυλικότατων (thrylikótaton)
accusative θρυλικότατο (thrylikótato) θρυλικότατη (thrylikótati) θρυλικότατο (thrylikótato) θρυλικότατους (thrylikótatous) θρυλικότατες (thrylikótates) θρυλικότατα (thrylikótata)
vocative θρυλικότατε (thrylikótate) θρυλικότατη (thrylikótati) θρυλικότατο (thrylikótato) θρυλικότατοι (thrylikótatoi) θρυλικότατες (thrylikótates) θρυλικότατα (thrylikótata)
[edit]