θηριοτροφείο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]θηριοτροφείο • (thiriotrofeío) n (plural θηριοτροφεία)
- menagerie
- (figurative) school with undisciplined students
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | θηριοτροφείο (thiriotrofeío) | θηριοτροφεία (thiriotrofeía) |
genitive | θηριοτροφείου (thiriotrofeíou) | θηριοτροφείων (thiriotrofeíon) |
accusative | θηριοτροφείο (thiriotrofeío) | θηριοτροφεία (thiriotrofeía) |
vocative | θηριοτροφείο (thiriotrofeío) | θηριοτροφεία (thiriotrofeía) |
Related terms
[edit]- see: θηρίο n (thirío, “wild animal, beast”)