Jump to content

θηριοτροφείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

θηριοτροφείο (thiriotrofeíon (plural θηριοτροφεία)

  1. menagerie
  2. (figurative) school with undisciplined students

Declension

[edit]
Declension of θηριοτροφείο
singular plural
nominative θηριοτροφείο (thiriotrofeío) θηριοτροφεία (thiriotrofeía)
genitive θηριοτροφείου (thiriotrofeíou) θηριοτροφείων (thiriotrofeíon)
accusative θηριοτροφείο (thiriotrofeío) θηριοτροφεία (thiriotrofeía)
vocative θηριοτροφείο (thiriotrofeío) θηριοτροφεία (thiriotrofeía)
[edit]
  • see: θηρίο n (thirío, wild animal, beast)