Jump to content

θεόρατος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

θεόρατος (theóratosm (feminine θεόρατη, neuter θεόρατο)

  1. enormous

Declension

[edit]
Declension of θεόρατος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative θεόρατος (theóratos) θεόρατη (theórati) θεόρατο (theórato) θεόρατοι (theóratoi) θεόρατες (theórates) θεόρατα (theórata)
genitive θεόρατου (theóratou) θεόρατης (theóratis) θεόρατου (theóratou) θεόρατων (theóraton) θεόρατων (theóraton) θεόρατων (theóraton)
accusative θεόρατο (theórato) θεόρατη (theórati) θεόρατο (theórato) θεόρατους (theóratous) θεόρατες (theórates) θεόρατα (theórata)
vocative θεόρατε (theórate) θεόρατη (theórati) θεόρατο (theórato) θεόρατοι (theóratoi) θεόρατες (theórates) θεόρατα (theórata)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θεόρατος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θεόρατος, etc.)