θερινό ηλιοστάσιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]θερινό ηλιοστάσιο • (therinó iliostásio) n (plural θερινά ηλιοστάσια)
Related terms
[edit]- see: ηλιοστάσιο n (iliostásio, “solstice”)
Further reading
[edit]- Ηλιοστάσιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el