Jump to content

ηρωισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ηρωισμός (iroïsmósm (plural ηρωισμοί)

  1. heroism

Declension

[edit]
Declension of ηρωισμός
singular plural
nominative ηρωισμός (iroïsmós) ηρωισμοί (iroïsmoí)
genitive ηρωισμού (iroïsmoú) ηρωισμών (iroïsmón)
accusative ηρωισμό (iroïsmó) ηρωισμούς (iroïsmoús)
vocative ηρωισμέ (iroïsmé) ηρωισμοί (iroïsmoí)
[edit]